- κόστου
- κόστονspiceneut gen sgκόστοςspicemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοστάριον — κοστάριον, τὸ (Α) [κόστος (Ι)] πιθ. η αρωματική ρίζα τού κόστου* … Dictionary of Greek
τριακοστοῦ — τριᾱκοστοῦ , τριακοστός thirtieth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)